ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΙΤΕ ΤΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ ΣΑΣ
με την συνεργασία του viva.gr
“Η Αρρώστια του Θανάτου” της Μαργκερίτ Ντυράς
…έρχεται τον Οκτώβριο στη σκηνή του ΔΡΟΜΟΥ από την Θεατρική Ομάδα ΜΗΔΕΙΑ (Medea Theatre Group).

Λίγα Λόγια
Η ασυμβίβαστη Μαργκερίτ Ντυράς, που ό,τι έχανε σε μπόι το κέρδιζε σε προκλητική πληθωρικότητα, επιβλήθηκε ως μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, χαρίζοντας στο παγκόσμιο λογοτεχνικό κοινό “μικρά” πεζογραφικά αριστουργήματα.
“H Αρρώστια του Θανάτου” κυκλοφόρησε το 1982 από τον εκδοτικό οίκο De Minuit και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ σε μετάφραση Κυβέλης Μαλαμάτη. Στη θεατρική σκηνή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 98’ στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή ο οποίος ερμήνευσε και τον ρόλο του ΑΝΤΡΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΩΝ ΝΥΧΤΩΝ με παρτενέρ την Λένα Κιτσοπούλου που ερμήνευε το ρόλο της ΝΕΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.
Το έργο της Ντυράς περιγράφει έναν απροσδιόριστο και αφηρημένο έρωτα ανάμεσα σε μία γυναίκα και έναν άντρα που φοβάται να αγαπήσει και κρύβει μάλιστα και μια πικρή ιστορία για την ίδια.
Η Ντυράς άρχισε να γράφει το βιβλίο στην Τρουβίλ σε μια περίοδο, όπου έπινε έξι έως επτά λίτρα κρασί κάθε μέρα. Όταν τελείωσαν οι πρώτες δέκα σελίδες του βιβλίου, μετακόμισε στη Neauphle-le-Château για να συνεχίσει το γράψιμο. Σταμάτησε να τρώει αλλά συνέχισε να πίνει. Άρχιζε κάθε πρωί πίνοντας δύο ποτήρια τα οποία έκανε εμετό και κατόπιν κατάφερνε να κρατήσει το τρίτο. Η Ντύρας είχε καταστεί ανίκανη να γράψει, ειδικότερα να γράψει για τον εαυτό της (στα περισσότερα έργα της αυτοβιογραφείται), οπότε η φίλη της και μούσα Γιάν Αντρεά ανέλαβε να γραφεί για χάρης της ότι της απήγγειλε. Αρχικά το χειρόγραφο είχε τον τίτλο “Ένα άρωμα από ηλιοτρόπιο και κίτρο” και ολοκληρωνόταν σε μόλις είκοσι σελίδες. Πολύ μικρό για οποιαδήποτε έκδοση. Η κατάσταση με το ποτό όμως δεν πήγαινε άλλο κι έτσι τον Οκτωβρίου του 1982 η Ντυράς οδηγήθηκε σε κλινική αποτοξίνωσης για αλκοολικούς, και αμέσως μετά μεταφέρθηκε στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού. Βγαίνοντας από την κλινική άρχισε αμέσως να διορθώνει το έργο, αλλάζοντας τον τίτλο σε “Αρρώστια του Θανάτου”.
Η “Αρρώστια του Θανάτου” έρχεται στην σκηνή του Θεάτρου Δρόμος από την Θεατρική Ομάδα ΜΗΔΕΙΑ σε σκηνοθεσία Εμμανουήλ Γ, Μαύρου, με τον Γιάννη Αποστολίδη στο ρόλο του ΆΝΤΡΑ και της Στυλιανής Κλείδωνα στο ρόλο της ΓΥΝΑΙΚΑΣ, για να μας δείξουν μια αγάπη ένωσης και αφανισμού καθώς κα τον τρόπο που λειτουργεί ο εαυτός μας στο θαμμένο παρελθόν.
Περίληψη του Έργου
Το έργο περιγράφει μια μη συμβατική σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Ο άντρας “προσλαμβάνει” τη γυναίκα να μείνει μαζί του σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να βιώσει, να νιώσει την αγάπη. Η γυναίκα δέχεται την πληρωμή παρόλο που δεν είναι ιερόδουλη. Μετά από μερικές μέρες, η γυναίκα ως καθρέφτης του άντρα, ανακαλύπτει πως ο άντρας είναι ανίκανος να βιώσει και να νιώσει την αγάπη καθώς έχει προσβληθεί από την “αρρώστια του θανάτου”.

Γιάννης Αποστολίδης

Στυλιανή Κλείδωνα
Μαργκερίτ Ντυράς (Marguerite Duras, 4 Απριλίου 1914 – 3 Μαρτίου 1996)

Marguerite Duras
Η Marguerite Duras (ψευδώνυμο της Marguerite Donnadieu) γεννήθηκε το 1914 στο Gia-Dinh, κοντά στη Σαϊγκόν. Οι γονείς της, εκπαιδευτικοί είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία για να εγκατασταθούν στην Ινδοκίνα, γαλλική τότε αποικία. Ο πατέρας της πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας με τρία παιδιά τη μητέρα της που δέχεται να δουλέψει σε μικρά χωριά στην τροπική ενδοχώρα για να τα μεγαλώσει. Μια κτηματική επένδυση στην Καμπότζη αποδείχτηκε επίσης άχρηστη για την οικογένεια, καθότι μη καλλιεργήσιμη. Αυτά τα παιδικά και εφηβικά χρόνια θα περιγράψει αργότερα η Ντυράς στο “Un barrage contre le Pacifique” και στο “L’Amant”. Η Μαργκερίτ τελειώνει τις σπουδές σε γαλλικό λύκειο, σε πανσιόν στη Σαϊγκόν και έρχεται στη Γαλλία, όπου εγκαθίσταται στο Παρίσι και αρχίζει πανεπιστημιακές σπουδές στη νομική, στα μαθηματικά και στις πολιτικές επιστήμες. Το πρώτο της μυθιστόρημα, “Les Impudents” δημοσιεύεται το 1943. Από τότε χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Ντυράς, θεωρώντας ότι “ένας συγγραφέας δεν μπορεί να γράφει με το όνομα του πατέρα του”.
Παντρεύεται το 1939 τον Robert Antelme, και το 1942 θα γνωρίσει τον Dyonis Mascolo από τον οποίο θα αποκτήσει ένα γιο, τον Jean. Γράφει το 1950 το “Un barrage contre le Pacifique” και συχνάζει στους λογοτεχνικούς παρισινούς κύκλους. Έκτοτε, η συγγραφή δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Εκδίδονται τα έργα της “Le Marin de Gibraltar” (1952), “Les Petits Chevaux de Tarquinia” (1953), “Des journees entieres dans les arbres” (1954), “Le Square” (1955). Ωστόσο, θα επιβληθεί ως μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας με το “Moderato Cantabile” (1958), το σενάριο για την ταινία που γύρισε ο Αλαίν Ρεναί το 1959, “Hiroshima, mon amour” και το “Dix heures et demie du soir en ete” (1960).
Με το “Le Ravissement de Lol. V. Stein” (1964) εγκαινιάζεται ένας μυθιστορηματικός κύκλος που στοιχειώνει το πρόσωπο της ηρωίδας Αν-Μαρί Στάινερ, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στον “Vice-Consul” (1965) και στο “India Song” (1974), αφηγήματα που η ίδια θα τα κάνει κινηματογραφικές ταινίες. Ακολουθούν: “L’Amante anglaise” (1967), “Agatha” (1981), “L’Amant” (1984), που τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt και υπήρξε η πιο μεγάλη εκδοτική της επιτυχία (έγινε επίσης ταινία από τον Ζαν-Ζακ Αννώ), “L’Amant de la Chine du Nord” (1992), “Yann Andrea Steiner” (1992) όπου κάνει μυθιστορηματικό πρόσωπο τον σύντροφο της ζωής της από το 1980. Η Marguerite Duras πέθανε το 1996 σε ηλικία 81 ετών. Εκτός από το πεζογραφικό της έργο, άφησε πίσω της τα θεατρικά “Les Viaducs de Seine-et-Oise” (1960), “Le Square” (1962), “Les Eaux et Forets”, “La Musica” (1965) “Savannah Bay” (1982), σενάρια για τον κινηματογράφο (μεταξύ των οποίων το διάσημο πλέον “Χιροσίμα, αγάπη μου” που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου) και ασχολήθηκε με την παραγωγή ταινιών. Το 1984 έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Ο εραστής” και κέρδισε το βραβείο Concourt. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 82 ετών.

Σκηνοθετικό Σημείωμα

Η καλύτερη άμυνα ενάντια σε μια ερωτική σχέση είναι να λες στον εαυτό σου ξανά και ξανά μέχρι να ζαλιστείς: “το πάθος μοιάζει απλά ηλίθιο, το παιχνίδι όμως, γεμίζει από έρωτα και αγάπη”.
Θα έλεγε κανείς πως αυτό το έργο της Duras είναι ένας οδηγός της ψυχοσύνθεσης ενός άντρα με όλα αυτά που φέρνει από το παρελθόν απέναντι σε μια γυναίκα. Στο έργο εξερευνάται μια σχέση τόσο ασυμβίβαστη, όσο και το πνευματικό ερωτικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών που δεν επιλύεται ρομαντικά, αλλά ανοίγει ανεξήγητα μονοπάτια κυρίως του ψυχισμού ενός άντρα απέναντι σε μια γυναίκα.
Ο άντρας στο έργο της Duras δεν αποφεύγει την αγάπη, αλλά αντιμετωπίζει τη δική του βασική απουσία του συναισθήματος της αγάπης. Οι άνδρες και οι γυναίκες είναι τόσο θεμελιωδώς διαφορετικοί ως προς τη σάρκα, την επιθυμία και το σχήμα τους, σαν να ανήκουν σε δύο διαφορετικές τάξεις της δημιουργίας.
Γι’ αυτό και η Duras μιλά συχνά μέσα στο έργο της για το μεγαλείο της ανεξήγητης αγάπης, και φυσικά δεν υπάρχει τίποτα πιο μεγαλειώδες για το “ανεξήγητο” της “αρρώστιας του θανάτου που δεν μπορείτε να αγαπήσετε” και σε αυτή ακριβώς την φράση βασίζεται όλο το έργο:
Ο άντρας ψάχνει μέσα από τον δικό του κόσμο, αυτή την θηλυκή πλευρά που θα τον κάνει να βιώσει την αγάπη. Βιώνοντας πρώτα την αγάπη του εαυτού του, έτσι θα νιώσει την αγάπη και απέναντι σε μια γυναίκα. Αυτό όμως είναι μια υπόθεση αποτυχίας:
H αγάπη δεν είναι πράξη θέλησης, ούτε πράξη αγοράς, και αυτό αποτελεί την βασική συνθήκη που στηρίζεται ο λόγος της γυναίκας στο έργο.
Εν κατακλείδι, σε αυτό το έργο αναδεικνύεται η κάθε στιγμή της τραγικής μεγαλοπρέπειας ενός κενού. Κι ερχόμαστε εδώ να συζητήσουμε αν υπάρχει υπερβολή ή όχι. Αν δεν ακολουθηθεί η ποιητικότητα και η αισθητική του διαφορετικού αυτή η υπερβολή θα χαθεί. Οπότε αυτή η υπερβολή του έργου μόνο θετικά λειτουργεί, επιμένοντας σε αυτή τη σταθερή απαισιοδοξία για την πιθανότητα σχέσης μεταξύ εαυτών. Δεν είναι όμως η ταυτόχρονη απόπειρα και η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του βιώματος μεταξύ ενσυναίσθησης (από την πλευρά του άντρα) και λογικής (από την πλευρά της γυναίκας), φαντασίωσης και αγάπης, που πραγματεύονται τα δυο πρόσωπα του έργου.
Αποτελεί μια τραγωδία στο να μην αντιμετωπίσουν ποτέ μια απαισιοδοξία ίση με τη δική τους. Το έργο της Duras μπορεί συχνά να μοιάζει σαν μια ανακούφιση κάθαρσις δια μέσου της τραγωδίας, αλλά μόνο για να το αντικαταστήσει με κάτι εξίσου καταστροφικό: Μια αναπόφευκτη συμπαιγνία, με την κατάθλιψη και τη μελαγχολία.